- αναλαμβάνω
- (Α ἀναλαμβάνωΝ αναλαβαίνω)1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα4. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναρρώνω, δυναμώνω5. παθ. ανέρχομαι στον ουρανό και εξαφανίζομαι«αναστάς εκ νεκρών ο Ιησούς ανελήφθη»«αναλήφθηκαν τα χρυσαφικά»νεοελλ.1. επανακτώ τις προηγούμενες οικονομικές μου δυνάμεις μετά από πτώχευση, επανέρχομαι στην προηγούμενη οικονομική μου κατάσταση2. (για καταθέσεις χρημάτων) παίρνω πίσω, αποσύρω, σηκώνω3. παίρνω φωτιά, καίγομαι«ουρανέ, ρίξε φωτιά, ο κόσμος ν’ αναλάβει» (Ερωτόκρ.)αρχ.1. παίρνω μαζί μου2. αναρτώ, κρεμώ3. παίρνω για εξέταση4. (για γυναίκα) μένω έγκυος, συλλαμβάνω5. κάνω κάτι δικό μου, ιδιοποιούμαι6. (για περιουσία) δημεύω7. μαθαίνω μηχανικά, παπαγαλίζω8. υψώνω (τη φωνή μου κ.λπ.)9. δέχομαι, παίρνω πίσω, ξαναπαίρνω, ξαναποκτώ10. επανορθώνω, διορθώνω, αποκαθιστώ11. συνεχίζω τον λόγο μου μετά από διακοπή, επαναλαμβάνω, επανέρχομαι12. συγκρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω, σταματώ13. καλώ πίσω, ανακαλώ14. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου15. (για ενδύματα) φορώ16. (και μεσ.) «ἀναλαβεῑν τὸν πόλεμον» ή «κίνδυνον ἀναλαβέσθαι», επιχειρώ κάτι17. (αυτοπ.) έρχομαι στα λογικά μου, συνέρχομαι18. φρ. «ἀναλαμβάνω μνήμην», ξαναβρίσκω τη μνήμη μου«ἀναλαμβάνω τῇ μνήμῃ», θυμάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + λαμβάνω.ΠΑΡ. ανάλημμα, αναληπτέος. αναληπτικός, ανάληψη (-ις)αρχ.ἀναληπτήρ, ἀναληπητρίς μσν.-νεοελλ. ἀνάλαβος].
Dictionary of Greek. 2013.